- μοσχόμαγκας
- μοσχόμάγκας ο , μοσχόμάγκα η уличный мальчишка, уличная девчонка, хулиган, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοσχομάγκα — η, και μοσχομάγκας, ο 1. μάγκας, μόρτης, αλανιάρης, αλήτης, γαβριάς 2. στον πληθ. μοσχομάγκες ονομασία που, κατά την περίοδο τής πολιτικής ανωμαλίας η οποία ακολούθησε τη δολοφονία τού Καποδίστρια, δόθηκε στους γαλλόφιλους τού Ναυπλίου, καθώς και … Dictionary of Greek